Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(χεῖρά τινι

См. также в других словарях:

  • εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • HIEROLOGIA Nuptialis — seu Benedictio, quae Sacrorum genus ab Hebraeis et Christianis, uti varia Sacra a Paganis, Nuptiis adhiberi solita est, magna cum religione. Et quidem, praeter sollennem Sponsalium benedictionem, deductioni in Thalamum seu ipsis Nuptiis, alia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»